κύκνειος

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύκνειος Medium diacritics: κύκνειος Low diacritics: κύκνειος Capitals: ΚΥΚΝΕΙΟΣ
Transliteration A: kýkneios Transliteration B: kykneios Transliteration C: kykneios Beta Code: ku/kneios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον LXX 4 Ma.15.21:—
A of a swan, πτίλον S.Fr.1127.3; στόμα AP7.12: τὸ (sc. κύκνειον ᾆσμα or κύκνειον μέλος) ᾄδειν a swan's dying song, swan song, Chrysipp.Stoic.3.199, Ael.NA2.32; κ. πρὸς φιληκοΐαν φωναί LXXl.c.: prov., τὸ κύκνειον ἐξηχεῖν, το κύκνειον ἐξᾷσαι, to make a last appeal, last wishes Plb.30.4.7, 31.12.1, cf.D.S.31.5.
II Κύκνειος, Κυκνεία, Κύκνειον, of Cycnus, μάχα Pi.O.10(11).15.

German (Pape)

[Seite 1528] vom Schwan; πτίλος Soph. frg. 708; στόμα Ep. ad. 524 (VII, 12); – τὸ κύκνειον ᾴδειν, Chrysipp. bei Ath. XIV, 616 b u. Ael. N. A. 2, 32, u. sprichwörtlich τὸ κύκνειον ἐξηχεῖν, den Schwanengesang singen, das Letzte versuchen, bes. die letzten Bitten, Pol. 30, 4, 7. 31, 20, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de cygne.
Étymologie: κύκνος.

Russian (Dvoretsky)

κύκνειος: лебединый (πτίλον Soph.; στόμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κύκνειος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, Ἑβδ. (Δ΄ Μακκ. ΙΕ΄, 21)· ― ἀνήκων εἰς κύκνον, τοῦ κύκνου, πτίλον Σοφ. Ἀποσπ. 708· στόμα Ἀνθ. Π. 7. 12· ― τὸ κ. (δηλ. ᾆσμα ἢ μέλος) ᾄδειν, τὸ ἐπιθανάτιον ᾆσμα τοῦ κύκνου, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 616Β, Αἰλ.· παροιμ., τὸ κ. ἐξηχεῖν, ἐξᾴδειν, ἀποτείνειν τὴν ἐσχάτην παράκλησιν, Πολύβ. 30. 4, 7., 31. 20, 1, πρβλ. Παροιμιογρ.

Greek Monolingual

-α, -ο(ν) (Α κύκνειος, -α, -ον, θηλ. και -ος και κυκνῖτις, -ίτιδος) κύκνος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κύκνο ή προέρχεται από τον κύκνο («κύκνειοι πρὸς φιληκοΐαν φωναί», ΠΔ)
νεοελλ.
φρ. «το κύκνειον άσμα» ή απλώς «το κύκνειο» — το τελευταίο έργο συγγραφέα, ποιητή ή καλλιτέχνη πριν από τον θάνατό του («το έργο αυτό είναι το κύκνειον άσμα του Καβάφη»
αρχ.
1. ως κύριο όν. Κύκνειος, -α, -ον- αυτός που έχει σχέση με τον Κύκνο ή γίνεται από αυτόν («τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ήρακλέα», Πίνδ.)
2. φρ. «κύκνειον (ἐξ)ᾱσαι» ή «κύκνειον ἐξηχεῖν» — τα τελευταία λόγια ή οι τελευταίες επιθυμίες του μελλοθανάτου («τὸ κύκνειον ἐξάσαντες ἔλαβον ἀποκρίσεις τοιαύτας», Πολ.).

Greek Monotonic

κύκνειος: -α, -ον, λέγεται για τον κύκνο, σε Ανθ.