ἠνεκής, -ές (Α)1. αυτός που φέρει, που οδηγεί μπροστά, που εκτείνεται μακριά2. εκτεταμένος, πλατύς, μακρύς3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠνεκέςχωρίς διακοπή, συνεχώς. επίρρ...ἠνεκέως (Α)αδιάκοπα, συνεχώς.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διηνεκής.