ἡνιοχεύω, δωρ. τ. ἁνιοχεύω (Α) ηνίοχος(ποιητ. τ. του ηνιοχώ)1. εκτελώ έργο ηνιόχου, κρατώ τα ηνία2. μτφ. οδηγώ, διευθύνω.