θάτερος

English (LSJ)

θατέρα, Later masc. and fem. for ἕτερος.

Greek Monolingual

θάτερος, -έρα, -ον (AM)
έτερος, ο ένας από τους δύο, ο άλλος («δυοῖν θάτερον» — το ένα από τα δύο).
επίρρ...
θατέρως (Α)
1. με τον ένα ή τον άλλο τρόπο
2. εξάλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη φράση το άτερον με κράση (> τ. άτερον > θάτερον) με τον αρχικό τ. άτερος της αντ. έτερος].