-ά και -ή, -ό1. αυτός που παρέχει θερμότητα, ο ζεστός («θαλπερό τζάκι»)2. αυτός που εγκαρδιώνει, ο παρήγορος («θαλπερή αγκαλιά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλπω + κατάλ. -ερος (πρβλ. θαλερός, φανερός)].