τζάκι
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
το, Ν
1. ιδιαίτερος, κτιστός χώρος μέσα στο σπίτι για το άναμμα φωτιάς, εστία, γωνιά, παραγώνι
2. μτφ. γενιά, οικογένεια, σόι
3. στον πληθ. τα τζάκια
οι ευγενείς, οι προύχοντες
4. φρ. «είναι από τζάκι» ή «είναι από μεγάλο τζάκι» — κατάγεται από ονομαστή οικογένεια, από αρχοντική γενιά, από οικογένεια ευγενών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ocak, μέσω ενός μσν. τ. ὀτζάκι].