θαρσήεις

English (LSJ)

θαρσήεσσα, θαρσήεν, = θαρσαλέος (daring), Call.Hec.1.1.5, Nonn. D. 13.562.

German (Pape)

[Seite 1187] εσσα, εν, poet. = θαρσαλέος, Nonn. D. 13, 562.

Greek (Liddell-Scott)

θαρσήεις: εσσα, εν, = θαρσαλέος, Νόνν. Δ. 13. 562.

Greek Monolingual

θαρσήεις, -εσσα, -εν (Α)
θαρραλέος, ανδρείος, γενναίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάρσος + κατάλ. -ήεις (πρβλ. δινήεις, εχιδνήεις, λαχνήεις)].