θαυματόβρυτος

German (Pape)

[Seite 1189] voll Wunder, Eust.

Greek Monolingual

θαυματόβρυτος, -ον (Μ)
γεμάτος από θαύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + -βρυτος < βρύω (πρβλ. χαριτόβρυτος)].