θαυματός
English (LSJ)
θαυματή, θαυματόν, poet. for θαυμαστός (wonderful, marvellous, mirabile, admirable, excellent, extraordinary, wondrous), Pi.O.1.28, P.10.30; especially in Ep. phrase, θ. ἔργα h.Merc.80, 440, h.Bacch.34, Hes.Sc.165. (θαυμṇτός fr. θαυμαίνω (θαυμṇ-yω) as ἀκήρατος fr. κηραίνω.)
German (Pape)
[Seite 1189] p. = θαυμαστός; H. h. Merc. 80. 440; Hes. Sc. 165; Pind. Ol. 1, 28 P. 10, 30.
Russian (Dvoretsky)
θαυμᾰτός: Hom., Hes., Pind. = θαυμαστός.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμᾰτός: -ή, -όν, ποιητ. ἀντὶ θαυμαστὸς (ὡς τὸ ὀνοτὸς ἀντὶ ὀνοστός), Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 80, 440, εἰς Διόνυσον 34, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 165, Πινδ. Ο. 1. 43, Π. 10. 49.
English (Slater)
θαυματός, v.l. (O. 1.28), v. θαῦμα; coni. Er. Schmid. (P. 10.30), v. θαυμαστός.]
Greek Monolingual
Greek Monotonic
θαυμᾰτός: -ή, -όν, ποιητ. αντί θαυμαστός, σε Ησίοδ., Πίνδ.
Middle Liddell
θαυμᾰτός, ή, όν poet. for θαυμαστός, Hes., Pind.]