θαυμαίνω
English (LSJ)
Ep. fut. θαυμανέω, =
A θαυμάζω 2, admire, gaze upon, ἀέθλια θαυμανέοντες Od.8.108; δένδρεα θαύμαινε (v.l. θάμβαινε) Pi.O.3.32, cf. Id.(?)Parth.ap. Sch.Il.Oxy.221 vii 11:—Pass., θαυμαίνονται καὶ φιλέονται Callicrat. ap. Stob.4.28.17, cf. Diotog. ap. eund.4.7.62.
2 abs., wonder, οὐδὲν δεῖ θαυμαίνεν (Dor. inf.), εἰ… Archyt. ap. eund.3.1.114.
German (Pape)
[Seite 1188] p. = θαυμάζω, bewundern, τί, Od. 8, 108; Pind. Ol. 3, 34; θαυμαίνονται καὶ φιλέονται Callicrat. Stob. fl. 85, 17 E.
French (Bailly abrégé)
s'étonner de, admirer, acc..
Étymologie: θαῦμα.
Russian (Dvoretsky)
θαυμαίνω: (impf. θαύμαινον, part. fut. θαυμᾰνέοντες) Hom., HH, Pind. = θαυμάζω.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμαίνω: Ἐπικ. μὲλλ. θαυμανέω = θαυμάζω 2, μετὰ θαυμασμοῦ θεωρῶ, ἀέθλια θαυμανέοντες Ὀδ. Θ. 108· δένδρεα θαύμαινε Πίνδ. Ο. 3. 57. - Παθ., θαυμαίνονται Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 486. 42. - Πρβλ. θαμβαίνω.
English (Autenrieth)
fut. part. θαυμανέοντες= θαυμάζω, Od. 8.108†.
Greek Monolingual
θαυμαίνω (Α) θαύμα
1. θαυμάζω, βλέπω κάτι με θαυμασμό
2. εκπλήττομαι.
Greek Monotonic
θαυμαίνω: Επικ. μέλ. -ανέω = θαυμάζω, κοιτώ με θαυμασμό, θαυμάζω, ατενίζω, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.