κηραίνω

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηραίνω Medium diacritics: κηραίνω Low diacritics: κηραίνω Capitals: ΚΗΡΑΙΝΩ
Transliteration A: kēraínō Transliteration B: kērainō Transliteration C: kiraino Beta Code: khrai/nw

English (LSJ)

(A), (κήρ)
A harm, destroy, A.Supp.999, Ph.1.653:—Pass., to be injured, be spoiled, perish, Placit.2.4.12, Hierocl.in CA14p.451M.
II intr., to be blemished or be imperfect, Ph.1.280, al.

(B), (κῆρ)
A to be sick at heart, be anxious, E.HF518; τι at a thing, Id.Hipp.223 (anap.); ἐπί τινι Max.93; κ. περί τι Ph.2.205, al.

German (Pape)

[Seite 1433] 1) beschädigen, verderben, ins Unglück bringen; θῆρες δὲ κηραίνουσι καὶ βροτοί τί μιν Aesch. Suppl. 977; pass., Arist. bei Plut. plac. phil. 2, 4. – 2) in Noth u. Angst sein, besorgt sein; τί ποτ', ὦ τέκνον, τάδε κηραίνεις Eur. Hipp. 223, vgl. Herc. F. 518. – Bei Philo auch = zürnen.

French (Bailly abrégé)

1détruire, gâter, corrompre ; Pass. être perdu, périr.
Étymologie: κήρ.
2être inquiet, être soucieux, se préoccuper.
Étymologie: κῆρ.

Russian (Dvoretsky)

κηραίνω:
I [κήρ] губить, уничтожать (sc. καρπώματα Aesch.); pass. гибнуть, разрушаться Arst. ap. Plut.
II κῆρ тревожиться, беспокоиться, волноваться (τί ποτ᾽, ὦ τέκνον, τάδε κηραίνεις; Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κηραίνω: Α, (κήρ, πρβλ. ἀκήριος)· ― βλάπτω, καταστρέφω, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 999. ― Παθ., καταστρέφομαι, ἀφανίζομαι, χάνομαι, Ἀριστ. παρὰ Πλουτ. 2. 886Ε.

Greek Monolingual

(I)
κηραίνω (Α) [κήρ (I)]
1. (μτβ.) φθείρω, βλάπτω, καταστρέφω («θῆρες δὲ κηραίνουσι καὶ βροτοί» — θηρία και άνθρωποι το βλάπτουν, Αισχύλ.)
2. (αμτβ.) έχω ελαττώματα ή ατέλειες.
(II)
κηραίνω (Α) [κηρ (II)]
1. είμαι γεμάτος μέριμνες, έχω πολλές φροντίδες. («ποῖ ὄνειρα κηραίνουσ' ὁρῶ;» Ευρ.)
2. φρ. κηραίνω τι ή περί τι ή ἐπί τινι
ανησυχώ για κάτι ή για κάποιον.

Greek Monotonic

κηραίνω: μέλ. -ᾰνῶ (κῆρ), είμαι άρρωστος στην καρδιά, ανήσυχος, ταραγμένος, σε Ευρ.

Middle Liddell

κηραίνω, [κῆρ]
to be sick at heart, to be disquieted, anxious, Eur.