θεάριον

English (LSJ)

[ᾱ], τό, Dor. for θεώριον (q.v.),
A meeting-place of θεωροί, Pi. N.3.70.
II θεάριος, ὁ, Doric epithet of Apollo as god of oracles, IG4.748.16 (Troezen, iv B.C.), Paus.2.31.6.

German (Pape)

[Seite 1190] τό, = θεώριον, Platz für die θεωροί, f. nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu de réunion des théores.
Étymologie: dor. p. *θεώριον de θεωρός.

Greek (Liddell-Scott)

θεάριον: ᾱ, τό, Δωρ. ἀντὶ θεώριον (ὅπερ ὅμως δὲν εὑρίσκεται), τὸ μέρος ἔνθα συνήρχοντο οἱ θεωροὶ, Πίνδ. Ν. 3. 122. ΙΙ. θεάριος, ὁ, Δωρ. ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος ὡς θεοῦ τῶν μαντείων, Παυσ. 2. 31, 6.

Greek Monolingual

θεάριον, τὸ (Α)
θέση, μέρος στο οποίο συγκεντρώνονταν οι θεωροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του θεώριον].

Greek Monotonic

θεάριον: [ᾱ], τό, Δωρ. αντί θεώριον, η τοποθεσία στην οποία συναντιόντουσαν οι θεωροί, σε Πίνδ.

Middle Liddell

θεά¯ριον, ου, τό,
the place where the θεωροί met, Pind. [doric for θεώριον [from θεᾱρός]