θεατρίζομαι
Greek Monolingual
(AM θεατρίζω και θεατρίζομαι) θέατρο
νεοελλ.
θεατρίζομαι
1. συχνάζω στο θέατρο, παρακολουθώ τακτικά θεατρικές παραστάσεις
2. πηγαίνω στο θέατρο για να δω θεατρική παράσταση
(μσν.-αρχ.)
1. ενεργ. θεατρίζω
εκθέτω κάποιον σε δημόσια θέα, επιδεικνύω, εμφανίζω, διασύρω, διαπομπεύω, γελοιοποιώ
2. παθ.
θεατρίζομαι
γίνομαι «θέατρο», εκτίθεμαι σε δημόσια θέα, διασύρομαι, διαπομπεύομαι, γελοιοποιούμαι
αρχ.
ενεργ.
είμαι πάνω στη σκηνή, παριστάνω κάτι ως ηθοποιός, είμαι ηθοποιός.