θειώ
Greek Monolingual
(I)
θειῶ, -όω (Α) [[[θείος]] (Ι)]
κάνω κάτι θείο, αφιερώνω στον θεό, καθαγιάζω.
(II)
θειῶ, -όω, επικ. τ. θεειόω (Α) [[[θείο]] (ΙΙ)]
(ενεργ. και μέσ.) θειῶ και θειοῦμαι
καπνίζω με θειάφι, θειαφίζω
αρχ.
μτφ. καθαρίζω, προσπαθώ να καθαρίσω
2. (στην αλχημεία) προσθέτω σε κάτι θειάφι
3. μέσ. εξαγνίζω, αγιάζω.