θεειόω
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
Epic for θειόω².
French (Bailly abrégé)
v. θειόω².
English (Autenrieth)
(Att. θειόω): fumigate with sulphur, mid., Od. 23.50.
Greek Monolingual
θεειόω (Α)
επικ. τ. του θειῶ, -όω (Ι).
Greek Monotonic
θεειόω: μέλ. -ώσω, Επικ. αντί θειόω.
German (Pape)
p. = θειόω².
Russian (Dvoretsky)
θεειόω: эп. = θειόω I.