θεματοφύλακας

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που αναλαμβάνει αμισθί τη φύλαξη ξένου κινητού πράγματος ύστερα από συνεννόηση με τον κάτοχο ή με τους κληρονόμους του
2. αυτός που λόγω αξιώματος ή κοινωνικής θέσης ή ειδικής ασχολίας αναλαμβάνει να διαφυλάσσει κάτι ως ιερό και απαραβίαστο, όπως πολιτειακό καθεστώς, γλώσσα, παράδοση κ.λπ («οι διδάσκαλοι του Γένους υπήρξαν θεματοφύλακες της γλώσσας»)
3. ο άνθρωπος στον οποίο οι γνωστοί του ανακοινώνουν εμπιστευτικά όλα τους τα μυστικά τα οποία ενδιαφέρουν μόνο αυτούς («ήτο γενικός θεματοφύλαξ τών αλλοτρίων υποθέσεων», Παπαδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα, -τος + φύλακας. Η λ. στον λόγιο τ. θεματοφύλαξ μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].