θεμερόφρων

English (LSJ)

θεμερόφρον, gen. ονος, of grave and serious mind, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1194] erkl. Hesych. συνετός, σώφρων.

Greek (Liddell-Scott)

θεμερόφρων: -ον, γεν. ονος, συνετός, σώφρων, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θεμερόφρων, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «συνετός, σώφρων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμερος + -φρων (< φρην), πρβλ. ά-φρων, παρά-φρων].