θεσμολόγιο

Greek Monolingual

το
η συλλογή θεσμών, δηλ. διαταγμάτων, νόμων κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + -λόγιο < λέγω «συλλέγω» (πρβλ. ανθο-λόγιο, εορτο-λόγιο). Η λ. στον λόγιο τ. θεσμολόγιον μαρτυρείται στον Ανδρέα Μουστοξύδη].