θεόπλοκος

English (LSJ)

θεόπλοκον, = πρὸς θεοὺς προσπλεκόμενος, Cat.Cod.Astr.8(4).166.

German (Pape)

[Seite 1197] von Gott geflochten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεόπλοκος: -ον, θεόθεν πεπλεγμένος, σαγήνη Ἐκκλ.∙ θ. καὶ ἡδυφραδὲς εἰδύλλιον Νικήτ. Χρον. 70Α.

Greek Monolingual

θεόπλοκος, -ον (Μ)
ο κατασκευασμένος από θεό («θεόπλοκος σαγήνη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -πλοκος (< πλέκω), πρβλ. δυσ-έκ-πλοκος, περί-πλοκος].