θεώρηση
Greek Monolingual
η (ΑΜ θεώρησις) θεωρώ
παρατήρηση, επισκόπηση, εποπτεία («επιστημονική θεώρηση τών πραγμάτων»)
νεοελλ.
εξέταση επίσημου εγγράφου, έλεγχος και επιβεβαίωση της γνησιότητας του («θεώρηση διαβατηρίου»)
αρχ.
σκέψη.
η (ΑΜ θεώρησις) θεωρώ
παρατήρηση, επισκόπηση, εποπτεία («επιστημονική θεώρηση τών πραγμάτων»)
νεοελλ.
εξέταση επίσημου εγγράφου, έλεγχος και επιβεβαίωση της γνησιότητας του («θεώρηση διαβατηρίου»)
αρχ.
σκέψη.