θηρόθυμος

English (LSJ)

θηρόθυμον, with brutal mind, brutal, APl.3.25 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux sentiments farouches.
Étymologie: θήρ, θυμός.

Greek (Liddell-Scott)

θηρόθῡμος: -ον, ἔχων ψυχὴν θηρίου, θηριώδης, Ἀνθ. Πλαν. 3. 25.

Greek Monolingual

θηρόθυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ψυχή θηρίου, θηριώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -θυμος (< θυμός), πρβλ. δύσθυμος, οξύθυμος].

Greek Monotonic

θηρόθῡμος: -ον, αυτός που έχει άγριο πνεύμα, θηριώδης, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θηρό-θῡμος, ον
with brutal mind, brutal, Anth.