θρήνυξ

Greek Monolingual

θρῆνυξ και βοιωτ. τύπος θρᾱνυξ, ὁ (Α)
το χαμηλό σκαμνάκι, το υποπόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του θρήνυς, παρεκτεταμένος με ουρανικό (πρβλ. βοιωτ. θράνυξ)).