θρῆνυξ

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῆνυξ Medium diacritics: θρῆνυξ Low diacritics: θρήνυξ Capitals: ΘΡΗΝΥΞ
Transliteration A: thrē̂nyx Transliteration B: thrēnyx Transliteration C: thrinyks Beta Code: qrh=nuc

English (LSJ)

υκος, ὁ, = θρῆνυς (footstool, bench, bridge]), Euph. 39 ; Boeot. θρᾶνυξ Corinna 38.

French (Bailly abrégé)

υκος (ἡ) :
siège.
Étymologie: cf. θρᾶνος et θρόνος.

Greek (Liddell-Scott)

θρῆνυξ: τῷ ἑπομ., Εὐφορίων ἐν Α. Β. 1381· Δωρ. θρᾶνυξ, Κόριννα αὐτόθι.

Greek Monolingual

θρῆνυξ και βοιωτ. τύπος θρᾱνυξ, ὁ (Α)
το χαμηλό σκαμνάκι, το υποπόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του θρήνυς, παρεκτεταμένος με ουρανικό (πρβλ. βοιωτ. θράνυξ)).

Frisk Etymological English

θρῆνυς, θρῆσασθαι See also: s. θρᾶνος.

Frisk Etymology German

θρῆνυξ: θρῆνυς, θρῆσασθαι
{thrē̃nuks}
See also: s. θρᾶνος.
Page 1,682