θρηνοποιός
English (LSJ)
luctificus, Glossaria.
Greek Monolingual
θρηνοποιός, -όν (Α)
πένθιμος, λυπητερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + -ποιός < ποιώ (πρβλ. ζωοποιός, ταραχοποιός)].
luctificus, Glossaria.
θρηνοποιός, -όν (Α)
πένθιμος, λυπητερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + -ποιός < ποιώ (πρβλ. ζωοποιός, ταραχοποιός)].