θρομβοκινάση

Greek Monolingual

η
(βιοχ.) φωσφορολιπίδιο τών ιστών, των αιμοπεταλίων και τών λευκών αιμοσφαιρίων το οποίο μετατρέπει την προθρομβίνη σε θρομβίνη, απαραίτητη προϋπόθεση για την πήξη του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombokinase < thrombo- (πρβλ. θρόμβος) + kinase < kinetic (πρβλ. κινητικός) + -ase].