θρύαλλον

English (LSJ)

τό, shower of smuts from a distant bonfire, Vett.Val. 345.22.

Greek Monolingual

θρύαλλον, τὸ (Α)
βροχή πυκνής στάχτης και φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + -αλλον (πρβλ. γνάφαλλον) ή < θρυαλλίς, με υποχωρητικό σχηματισμό].