θρυαλλίς
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A plantain, Plantago crassifolia, used for making wicks, Thphr.HP7.11.2, Nic.Th.899, BGU1118.15 (i B.C.).
II wick, Ar.Ach.874,al., Philyll.26.
b κηρίνη θρυαλλίς = wax-candle, Archipp.3D.
III = φλόμος, Ps.-Dsc.4.103, Plin.HN25.121.
German (Pape)
[Seite 1220] ίδος, ἡ, Docht zur Lampe, Ar. Nubb. 60. 576 u. öfter; Philyll. Ath. XV, 700 f; Plut. u. a. Sp. Bei Nic. Th. 899 eine Pflanze; vgl. Hel. 9, 3.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 sorte de plante (pê plantago albicans) dont les feuilles servaient à faire des mèches;
2 mèche de lampe.
Étymologie: θρύον.
Russian (Dvoretsky)
θρυαλλίς: ίδος ἡ
1 триаллида (растение, из которого приготовлялись фитили для светильников; предполож. разновидность подорожника - Plantago albicans - или коровяка - Verbascum limnense) Arst.;
2 фитиль для светильника (τὴν θρυαλλίδα συνελκύσαι Arph.; φλὸξ θρυαλλίσι ἀναπτομένη Plut.).
Greek Monolingual
η (ΑΜ θρυαλλίς)
φιτίλι λάμπας, λυχναριού ή κεριού
νεοελλ. κυλινδρικό νηματοειδές πλέγμα από καννάβι ή βαμβάκι το οποίο περιέχει εύφλεκτες ύλες ή είναι εμποτισμένο σε αυτές και χρησιμοποιείται για να μεταδώσει τη φωτιά σε εκρηκτικές ύλες, άπτρα
αρχ.
1. ονομασία φυτού που είναι κατάλληλο για την κατασκευή λυχναριών, κν. σήμερα αρνόγλωσσο, λουμινάκι
2. κηροπήγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + επίθημα -αλλίς, που απαντά συνήθως σε ονομασίες φυτών και πουλιών (πρβλ. συκαλλίς - σύκον). Τα φύλλα του φυτού αυτού χρησιμοποιούνταν ως φιτίλι, γι' αυτό ονομάστηκε και λυχνίτις].
Greek (Liddell-Scott)
θρυαλλίς: -ίδος, ἡ, εἶδος φυτοῦ ἐν χρήσει πρὸς κατασκευὴν ἐλλυχνίων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 11, 2, Νικ. Θηρ. 899. ΙΙ. ἐλλύχνιον, «φυτίλι», Ἀριστοφ. Ἀχ. 874, Νεφ. 59, 585, κ. ἀλλ.
Greek Monotonic
θρυαλλίς: -ίδος, ἡ, φυτό το οποίο, όπως το βούρλο, χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή φυτιλιών, το φυτίλι, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: wick, also plant name plantain, Plantago crassifolia (Thphr., Nic.), the leaves of which were used to make wicks (hence also called λυχνῖτις, Strömberg Pflanzennamen 78 and 106);
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Cf. φυσαλλίς, συκαλλίς, Schwyzer 484, Chantr. Form. 252 and 346, mostly plants or birds, so the suffix is prob. Pre-Greek. Cf. θρύον
Middle Liddell
θρυαλλίς, ίδος
a plant which, like our rush, was used for making wicks, a wick, Ar. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
θρυαλλίς: {thruallís}
Meaning: Docht, auch Pflanzenname,
See also: s. θρύον.
Page 1,687
Mantoulidis Etymological
-ίδος (=φυτίλι. Ἀπό τό θρύον (=βοῦρλο).
Translations
wick
Arabic: فَتِيل, فَتِيلَة; Aramaic Jewish: פְּתִילָא, פְּתִילֽתָּא, בֹּוצִנָא; Syriac: ܦܬܺܝܠܳܐ, ܦܬܺܝܠܬܳܐ, ܒܽܘܨܝܺܢܳܐ; Armenian: պատրույգ; Old Armenian: պատրոյգ, բուծին; Azerbaijani: fitil, piltə; Bashkir: филтә; Belarusian: кнот; Bulgarian: фитил; Catalan: ble, metxa; Chinese Mandarin: 燈心/灯心, 燭心/烛心, 炷; Crimean Tatar: melte; Czech: knot; Danish: væge; Dutch: lont; Esperanto: meĉo; Estonian: taht; Faroese: veikur, rak; Finnish: sydän, sydänlanka; French: mèche, mèche de bougie; Galician: pabío; Ge'ez: ፍትል, ፈትል ሡዕ; Georgian: ფითილი; German: Docht, Dacht, Kerzendocht; Greek: φιτίλι; Ancient Greek: θρυαλλίς, ἐλλύχνιον, ἅπτρα; Hungarian: kanóc; Icelandic: kveikur; Irish: buaiceas; Italian: stoppino, lucignolo; Japanese: 芯, 灯心, ろうそくの芯; Kazakh: білте, пілте; Korean: 심지, 등심; Kumyk: мелте; Kyrgyz: билик; Latin: filum, mergulus, ellychnium; Latvian: dakts; Lithuanian: dagtis; Luhya: olutambi; Macedonian: фитил; Malayalam: തിരി; Middle English: weke, mecche; Nepali: मैनधागो; Norwegian Bokmål: veke; Oromo: fo'aa; Ottoman Turkish: فتیل; Persian: فتیله, پلیته; Plautdietsch: Dacht; Polish: knot, świecidło; Portuguese: pavio, mecha; Romanian: fitil, muc; Russian: фитиль; Serbo-Croatian Cyrillic: фѝтӣљ; Roman: fìtīlj; Slovak: knôt; Slovene: stenj; Somali: dubaalad; Spanish: mecha, pabilo, pábilo; Swahili: utambi, ukope; Swedish: veke; Tagalog: mitsa; Tajik: пилта; Tatar: филтә; Tausug: sumbuhan; Turkish: fitil; Ukrainian: ґніт; Uyghur: پىلىك; Uzbek: pilik; Vietnamese: bấc, bấc đèn; Vilamovian: töcht, tȫht; Welsh: pabwyr; Yiddish: קנויט