θυγατριδῆ

English (LSJ)

ἡ, daughter's daughter, granddaughter, And.1.128, Lys.32.2, D.H.Lys.21: uncontr. nom. pl. θῠγατριδέαι Euph.94.2.

German (Pape)

[Seite 1221] ἡ, Tochtertochter, Enkelinn; Andoc. 1, 128 Lys. 32, 2 u. A.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 fille de la fille, petite-fille;
2 nièce.
Étymologie: θυγάτηρ.

Russian (Dvoretsky)

θῠγατρῐδῆ:дочь дочери, внучка (по женской линии) Lys.

Greek (Liddell-Scott)

θῠγατρῐδῆ: ἡ, θυγατέρος θυγάτηρ, ἐγγόνη, Ἀνδοκ. 17. 2, Λυσ. 208. 8∙ ἀνεψιά, Διον. Ἀλ. περὶ Λυσ. 21∙ - ὑποκορ. -ίδιον, τό, Πλήθωνος Ἐπιτάφ. εἰς Κλεώπην § 21, σ. 14.

Greek Monolingual

θυγατριδῆ, ἡ (Α)
η κόρη της θυγατέρας, η εγγονή από θυγατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ-ιδῆ < θ. θυγατρ- του θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ-ός, δοτ. θυγατρ-ί) + κατάλ. -ιδῆ (< -ιδ-εή με συναίρεση), δηλωτική του απογόνου (πρβλ. αδελφιδή)].

Greek Monotonic

θῠγατρῐδῆ: ἡ, η κόρη της κόρης, η εγγονή, σε Αττ.

Middle Liddell

[from θῠγάτηρ]
a daughter's daughter, granddaughter, Attic

English (Woodhouse)

daughter's daughter