ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
ἀδελφιδῆ (-έη), η (Α)κόρη αδελφού ή αδελφής, ανιψιά.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφός + -ιδέη, -ιδῆ].