θυγατροθετῶ, -έω (Μ)παίρνω κάποιαν ως θετή θυγατέρα, ως κόρη μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο- (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θηγατρός) + -θετώ (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνοθετώ, υιοθετώ].