θυμίαση

Greek Monolingual

η (Α θυμίασις) θυμιώ
θυμιάτισμα, λιβάνισμα
αρχ.
αναθυμίαση, εξάτμιση («θυμιάσεων τῶν ἀπὸ τῆς γῆς», Πορφ.).