θυμίασις
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A fumigating, Dsc.1.98, Antyll. ap. Orib.10.19.1.
II passing off in fumes, Arist.Mete.387a30; τῶν ἀπὸ γῆς Porph.Abst.2.5.
German (Pape)
[Seite 1223] ἡ, das Räuchern, Diosc.; – das Verdampfen, Arist. Meteorl. 4, 9 ἡ ὑπὸ θερμοῦ καυστικοῦ κοινὴ ἔκκρισις ξηροῦ καὶ ὑγροῦ.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμίᾱσις: -εως, ἡ, τὸ θυμίασμα, Διοσκ. 1. 129. ΙΙ. ἀναθυμίασις, ἐξάτμισις, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 26.
Russian (Dvoretsky)
θῡμίᾱσις: εως ἡ выкуривание, курение, испарение (ὑπὸ θερμοῦ Arst.).
Translations
fumigation
Catalan: fumigació; Greek: υποκαπνισμός, καπνισμός; Ancient Greek: ἀποθείωσις, ἀποκαπνισμός, ἐγκάπνισμα, θυμίαμα, θυμίημα, θυμίασις, περιθείωμα, περιθείωσις, ὑπατμισμός, ὑποθυμίαμα, ὑποθυμίημα, ὑποθυμίασις, ὑποθυμίησις, ὑποκάπνισμα, ὑποκαπνισμός; Esperanto: fumigacio; Finnish: savustus, höyrytys; Korean: 훈증(熏蒸); Latin: suffitio, fumigatio; Persian: تدخین; Portuguese: fumigação; Spanish: fumigación; Tagalog: luop, pagluluop, sangasaw