θυμιώ

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

θυμιῶ, θυμιάω (Α)
1. καίω έτσι ώστε να παράγω καπνό («θυμιῶ τὴν στύρακα», Ηρόδ.)
2. θυμιάζω, καίω θυμίαμα
3. καπνίζω κάτι για απολύμανση
4. (αμτβ.) βγάζω καπνό, καπνίζω
5. παθ. θυμιῶμαι, θυμιάομαι
α) καίομαι
β) μεταβάλλομαι σε καπνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμ-ιώ < παρεκτεταμένο ερρινόληκτο θ. θυμ- του θύω (I). Κατ' άλλους πρόκειται για μετονοματικό παρ. σε -ιάω (πρβλ. κονιάω) από ουσ. θυμός «καπνός» (πρβλ. λατ. fumus) το οποίο εξελίχθηκε σημασιολογικά σε «ψυχή, πνοή, θυμός» και μαρτυρείται μόνο με αυτές τις σημασίες (βλ. λ. θυμός). ΠΑΡ.: θυμίαμα, θυμίαση(-ις), θυμιατός
αρχ.
θυμιατρίς, θυμίατρον.
ΣΥΝΘ. αναθυμιώ
αρχ.
αποθυμιώ, εκθυμιώ, επιθυμιώ, παραθυμιώ, περιθυμιώ, υποθυμιώ].