θωριά

Greek Monolingual

η
1. η εξωτερική εμφάνιση κάποιου, η όψη, το παρουσιαστικό, η θεωρία
2. η χροιά, το χρώμα («έχασε τη θωριά του» α. [για πρόσ.] ωχρίασε από φόβο, έχασε το χρώμα του
β. [για πράγμα] ξεθώριασε)
3. βλέμμα («ελόγιασα να τή θωρώ, κι ώς τη θωριά να σώνω», Ερωτόκρ.)
4. ωραία όψη, ευχάριστη όψη («φέρνει μόσχους και θωριές εις τ' άνθη μ' ένα φίλημα», Βιζυην.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. θωρία < αρχ. θεωρία.