ιδιοτροπία
Greek Monolingual
η (Α ἰδιοτροπία) ιδιότροπος
1. η ιδιότητα του ιδιότροπου, η ιδιορρυθμία, η ιδιοτυπία
2. δυστροπία, παραξενιά, στρυφνότητα
αρχ.
1. ιδιαίτερος τρόπος
2. ιδιοσυγκρασία.
η (Α ἰδιοτροπία) ιδιότροπος
1. η ιδιότητα του ιδιότροπου, η ιδιορρυθμία, η ιδιοτυπία
2. δυστροπία, παραξενιά, στρυφνότητα
αρχ.
1. ιδιαίτερος τρόπος
2. ιδιοσυγκρασία.