ιερακοκτόνος

Greek Monolingual

ἱερακοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει γεράκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -κτόνος < κτείνω (πρβλ. ανδροκτόνος, πατροκτόνος)].