ιεροκήρυκας
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἱεροκῆρυξ, -υκος, Α δωρ. τ. ἱεροκᾶρυξ)
αυτός που κηρύσσει τον θείο λόγο
νεοελλ.
αρχιμανδρίτης, πρεσβύτερος ή λαϊκός θεολόγος, εντεταλμένος από την εκκλησιαστική αρχή να κηρύσσει τον λόγο του θεού
αρχ.
κήρυκας ή υπηρέτης σε θυσία («βούλομαι δ' ὑμῖν καὶ τὸν ἱεροκήρυκα καλέσαι», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + κήρυξ. Η λ. ήδη στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιείται για να δηλώσει αυτόν που κηρύσσει τον θείο λόγο].