ιερόγλωσσος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἱερόγλωσσος, -ον)
αυτός που έχει ιερή, προφητική γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ηδύγλωσσος, χρυσόγλωσσος].
-η, -ο (Α ἱερόγλωσσος, -ον)
αυτός που έχει ιερή, προφητική γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. ηδύγλωσσος, χρυσόγλωσσος].