ηδύγλωσσος

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡδύγλωσσος, δωρ. τ. ἁδύγλωσσος, -ον)
αυτός που μιλάει με γλυκό τρόπο, γλυκομίλητος, ευπροσήγορος («ἡδύγλωσος βοά», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. δίγλωσσος, πολύγλωσσος].