ιθύνους

Greek Monolingual

ἰθύνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει ευθύ νου, ο ειλικρινής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -νους (< νους), πρβλ. κουφόνους, υψίνους].