ικανοποιητικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. (για ενέργειες, καταστάσεις ή πράγματα) αυτός που μπορεί να προσφέρει ικανοποίηση, επάρκεια ή ευχαρίστηση («ικανοποιητική δήλωση»)
2. (για αμοιβή εργασίας ή για κέρδος επιχειρήσεως) επαρκής, αρκετός («μισθός ικανοποιητικός»).
επίρρ...
ικανοποιητικῶς και -ά
με ικανοποιητικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ικανοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Βράιλα Αρμένη].