ικετήριος

Greek Monolingual

-α, -ον (ΑΜ ἱκετήριος, -ία, ον, Α θηλ. και ικετηρίς, ποιητ. τ. ικτήριος, -ία, -ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη)
ικετευτικός
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱκτήριοι
οι ικέτες
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκετηρία
α) κλαδί ελιάς που κρατούσε ο ικέτης στα χέρια του και το κατέθετε στον βωμό ή στην εστία όπου κατέφευγε
β) ικεσία, παράκληση
3. φρ. «ἱκετηρίαν τίθημι» — ικετεύω, προσέρχομαι ως ικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -τηριος (πρβλ. νικητήριος, ψυκτήριος). Η λ. ἱκετήριος αντικατέστησε το επίθ. ἱκτήριος (< ἱκτήρ)].