ικτήρ

Greek Monolingual

ἱκτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. ικέτης
2. φρ. «Ζεὺς ἱκτήρ»
Ζευς προστάτης τών ικετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ- τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα -τηρ (πρβλ. λουτήρ, μηνυτήρ)].