μηνυτήρ
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
English (LSJ)
μηνυτῆρος, ὁ, informer, guide, A.Eu.245; one who shows, reveals, μ. ἁγίων λέκτρων Orph.H.41.7.
German (Pape)
[Seite 175] ῆρος, ὁ, = Folgdm; ἕπου δὲ μηνυτῆρος ἀφθέγκτου φραδαῖς, Aesch. Eum. 236.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
c. μηνυτής.
Russian (Dvoretsky)
μηνῡτήρ: ῆρος ὁ Aesch. = μηνυτής.
Greek (Liddell-Scott)
μηνῡτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ παρέχων πληροφορίας, ὁδηγός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 245.
Greek Monolingual
μηνυτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. αυτός που παρέχει πληροφορίες
2. οδηγός («ἕπου δὲ μηνυτῆρος ἀφθέγκτου φραδαῖς», Ευρ.)
3. αυτός που αποκαλύπτει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κωλυτήρ)].
Greek Monotonic
μηνῡτήρ: -ῆρος, ὁ (μηνύω), πληροφοριοδότης, οδηγός, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
μηνῡτήρ, ῆρος, μηνύω
an informer, guide, Aesch.