μηνυτήρ

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηνῡτήρ Medium diacritics: μηνυτήρ Low diacritics: μηνυτήρ Capitals: ΜΗΝΥΤΗΡ
Transliteration A: mēnytḗr Transliteration B: mēnytēr Transliteration C: minytir Beta Code: mhnuth/r

English (LSJ)

μηνυτῆρος, ὁ, informer, guide, A.Eu.245; one who shows, reveals, μ. ἁγίων λέκτρων Orph.H.41.7.

German (Pape)

[Seite 175] ῆρος, ὁ, = Folgdm; ἕπου δὲ μηνυτῆρος ἀφθέγκτου φραδαῖς, Aesch. Eum. 236.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
c. μηνυτής.

Russian (Dvoretsky)

μηνῡτήρ: ῆρος ὁ Aesch. = μηνυτής.

Greek (Liddell-Scott)

μηνῡτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ παρέχων πληροφορίας, ὁδηγός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 245.

Greek Monolingual

μηνυτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. αυτός που παρέχει πληροφορίες
2. οδηγός («ἕπου δὲ μηνυτῆρος ἀφθέγκτου φραδαῖς», Ευρ.)
3. αυτός που αποκαλύπτει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηνύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. κωλυτήρ)].

Greek Monotonic

μηνῡτήρ: -ῆρος, ὁ (μηνύω), πληροφοριοδότης, οδηγός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μηνῡτήρ, ῆρος, μηνύω
an informer, guide, Aesch.

English (Woodhouse)

informer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)