ιλαστήριος

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ἱλαστήριος, -ον θηλ. και -ία) ιλάσκομαι
1. εξιλαστήριος, εξιλαστικός, εξευμενιστικός
2. το ουδ. ως ουσ. ιλαστήριο(ν) (ενν. ανάθημα)
κάτι που προσφέρεται προς εξιλέωση, μέσο εξιλασμού
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱλαστήριον
το κάλυμμα της κιβωτού στα άγια τών αγίων
2. φρ. «ἱλαστήριον ἐπίθεμα» — το ιλαστήριον
3. μοναστήρι.