ιλιγγιώ
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰλιγγιῶ, -άω)
ζαλίζομαι, μέ πιάνει ίλιγγος
(νεοελλ.-μσν.) μτφ. α) τρομάζω να σκεφθώ κάτι, με κυριεύει ίλιγγος όταν το σκέπτομαι
β) μένω έκπληκτος, καταπλήσσομαι
μσν.
φρ. «χαλεπῶς ἰλιγγιῶ» — αισθάνομαι άσχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλιγγος + κατάλ. -ιῶ, δηλωτική ρημάτων ασθενείας (πρβλ. λεπριῶ, σεληνιῶ)].