ιματιοθήκη

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱματιοθήκη)
ειδικός χώρος για τη φύλαξη τών ενδυμάτων, ιματιοφυλάκιο, βεστιάριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + θήκη.