ιξόβεργα

Greek Monolingual

και ξόβεργα, η
ράβδος αλειμμένη με ιξώδη ουσία, η οποία χρησιμοποιείται για τη σύλληψη μικρών πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + βέργα].