ιππικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἱππικός, -ή, -όν) ίππος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ίππο (α. «ιππικές γνώσεις» β. «ιππικά οχήματα», Σοφ.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιππέα (α. «ιππικές ασκήσεις» β. «ἱππικὸς δρόμος», Σοφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το ιππικό(ν)
έφιππη δύναμη, στρατός ιππέων, το σύνολο τών έφιππων στρατιωτών
4. το θηλ. ως ουσ. η ιππική
η τέχνη της ιππασίας
μσν.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱππική
το ιππικό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππικόν
η ιπποδρομία
μσν.-αρχ.
τὸ ἱππικόν
πάπ. ο ιππόδρομος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στην κοινωνική τάξη τών ιππέων («ἱππικοὶ ἄνδρες», Στράβ.)
2. αυτός που ανήκει στην ιππασία ή στην ιππευτική («ἱππικὴ ἄσκησις»)
3. ο έμπειρος στην ιππασία
4. (για ίππο, αλλά και μτφ. με αισχρή σημασία) ο κατάλληλος να τον ιππεύσει κάποιος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππικόν (ενν. διάστημα)
διάστημα τεσσάρων σταδίων
6. φρ. «Περὶ ἱππικῆς» — τίτλος πραγματείας του Ξενοφώντος.
επίρρ...
ιππικώς και -ά (Α ἱππικῶς)
όπως αρμόζει σε ιππέα.

Translations

equestrian

Bulgarian: конен; Catalan: eqüestre; Dutch: ruiter; Estonian: ratsa-; Finnish: ratsastus-, ratsastaja-; French: équestre, hippique; Galician: ecuestre; Greek: ιππικός; Ancient Greek: ἱππικός; Ido: kavalkala; Indonesian: berkuda; Latvian: jāšana; Macedonian: коњанички; Polish: jeździecki; Portuguese: equestre; Russian: конный; Scottish Gaelic: marcach; Spanish: ecuestre; Swedish: häst-, rid-