ιππόσυνος

Greek Monolingual

-ύνη, -ο(ν) (Α ἱππόσυνος, -ύνη, -ον) ίππος
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ιπποσύνη
α) η μεσαιωνική περίοδος κατά την οποία οι πολεμιστές που κατάγονταν από ευγενείς είχαν κοινή αναγνώριση και φήμη
β) η κοινωνική τάξη τών ιπποτών
γ) η ιδιότητα του ιππότη
αρχ.
1. ο ιππικός
2. το θηλ. ως ουσ.ἱπποσύνη
α) η δεξιότητα στην οδήγηση τών ίππων του άρματος
β) η τέχνη του να διευθύνει ή να διοικεί κάποιος ίππους («ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», Ομ. Ιλ.)
γ) το ιππικό.